- ευσκέπαστος
- εὐσκέπαστος, -ον (Α)1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστοντο καλό υπόστεγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσκεπαστότερον — εὐσκέπαστος well covered adverbial comp εὐσκέπαστος well covered masc acc comp sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκεπαστότατον — εὐσκέπαστος well covered masc acc superl sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσκέπαστον — εὐσκέπαστος well covered masc/fem acc sg εὐσκέπαστος well covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσκεπής — εὐσκεπής, ές (Α) ευσκέπαστος («τοὺς εὐσκεπεῑς καὶ εὐηλίους [τόπους]», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπής (< σκέπη), πρβλ. α σκεπής, περι σκεπής] … Dictionary of Greek